Οι επιπτώσεις του άγχους και της κατάθλιψης στην ψυχολογία των ατόμων με καρδιολογικά προβλήματα
Τα άτομα που έχουν υποστεί καρδιολογικά ή καρδιοαγγειακά προβλήματα συμπεριλαμβανομένων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου και έχουν υποβληθεί σε θεραπευτικές ή επανορθωτικές επεμβάσεις εμφανίζουν συμπτώματα αγχωδών ή συναισθηματικών διαταραχών, μειωμένη αυτοεκτίμηση και μειωμένη λειτουργικότητα. Ενώ παράλληλα το άγχος και η κατάθλιψη θεωρούνται παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ενός καρδιαγγειακού νοσήματος. Οι αλλαγές στη διάθεση αυτές οφείλονται στη διαφοροποίηση της καθημερινότητας και στο άγχος που προκαλεί για το μέλλον η πιθανότητα επανεμφάνισης ενός επεισοδίου ή ο κίνδυνος επιδείνωσης της υγείας. Ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ως 20% περίπου των ατόμων που εισάγονται στο νοσοκομείο ή σε κάποια κλινική για αντιμετώπιση καρδιολογικών συμπτωμάτων εμφανίζουν σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης ενώ ως και ένα 30% μπορεί να παρουσιάσει καταθλιπτικά συμπτώματα μετά το εξιτήριο.
Είναι σημαντικό για τα άτομα με καρδιολογικά προβλήματα να λαμβάνουν την απαραίτητη φαρμακολογική αγωγή αλλά και ψυχολογική υποστήριξη προκειμένου να διαχειριστούν τις αλλαγές στον τρόπο ζωής τους και τις συνέπειες αυτών στην διάθεση τους. Έτσι λοιπόν τα καταθλιπτικά συμπτώματα, το άγχος, ο θυμός και η μειωμένη λειτουργικότητα επιβαρύνουν το καρδιολογικό πρόβλημα λόγω των ψυχοσωματικών αντιδράσεων του οργανισμού. Με την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση το άτομο μπορεί να διευκολύνει την συναισθηματική του κατάσταση και να διαχειριστεί καλύτερα τη νέα καθημερινότητα του.
Τα άτομα με καρδιαγγειακά συμπτώματα που εμφανίζουν κατάθλιψη και άγχος έχουν μειωμένο κίνητρο για την υιοθέτηση υγιεινών κανόνων και συμπεριφορών. Συνήθως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι κάνουν τα αντίθετα από αυτά που πρέπει εφόσον έχουν ανθυγιεινές συνήθειες όπως μειωμένη ή απούσα σωματική άσκηση και επίσης καπνίζουν, δεν τρέφονται σωστά και αποζητούν κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη λόγω της απομόνωσης που αισθάνονται. Δεν είναι σπάνιο να βιώνουν συμπτώματα διαταραχής πανικού ή αυξημένη ανησυχία.
Ο ρόλος του ψυχολόγου είναι να αξιολογήσει την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου και να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα παρέμβασης προκειμένου να αντιμετωπίσει στρεσσογόνα ή καταθλιπτικά συμπτώματα, αισθήματα θυμού και ενοχών, τη μειωμένη αυτοεκτίμηση, αντιδραστικές συμπεριφορές, ενδοοικογενειακά προβλήματα που μπορεί να εμφανίστηκαν ή να επιδεινώθηκαν λόγω της ασθένειας αλλά και να τροποποιήσει ζημιογόνους παράγοντες όπως η παχυσαρκία και το κάπνισμα που μπορεί να αποτελούν παράγοντες κινδύνου επανεμφάνισης ενός επεισοδίου. Παράλληλα ο ψυχολόγος μπορεί να διευκολύνει το άτομο να προσαρμοστεί στη φαρμακευτική αγωγή σε περιπτώσεις ανυπακοής, να ενθαρρύνει την φυσική δραστηριότητα και άσκηση.
Ενώ μελέτες υποστηρίζουν το σημαντικό ρόλο της κληρονομικότητας στην εμφάνιση μιας καρδιολογικής διαταραχής υπάρχουν επίσης σοβαρές ενδείξεις για την συνέπειες των ψυχολογικού παραγόντων. Τα άτομα με καρδιοπάθειες που εμφανίζουν κατάθλιψη έχουν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας και χειρότερη πρόγνωση. Ο κίνδυνος αυτός δεν περιορίζεται μόνο σε άτομα με σοβαρή κατάθλιψη αλλά και στα άτομα που εμφανίζουν ήπια καταθλιπτικά συμπτώματα. Είναι γνωστό πως αν μια συναισθηματική διαταραχή δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα επιδεινώνεται. Η κατάθλιψη συσχετίζεται αρνητικά με τις καρδιολογικές διαταραχές και έχει παρόμοιες συνέπειες με το κάπνισμα, την αρτηριακή πίεση και τον βαθμό της σκλήρυνσης.
Σε αρκετές περιπτώσεις λοιπόν η κατάθλιψη και το άγχος προϋπάρχει και ίσως ενεργοποιεί κάποια προδιάθεση που μπορεί να υπάρχει. Κάποιες από τις πιο εμφανείς αλλαγές που συντελούνται είναι οι μεταβολές στον ύπνο ή την όρεξη (αυπνία ή υπνηλία και ανορεξία ή υπερφαγία) όπως και αλλαγές στην ενεργητικότητα και την λειτουργικότητα είτε ανήσυχο συναίσθημα είτε κόπωση και ατονία. Κάποια άτομα συχνά παρουσιάζουν έλλειψη ενδιαφέροντος για πράγματα που τους ευχαριστούσαν στο παρελθόν, μείωση σεξουαλικής διάθεσης και έλλειψη συγκέντρωσης, λήψης αποφάσεων και προβλήματα στη μνήμη.
Η αντιμετώπιση των καταθλιπτικών και των αγχωδών συμπτωμάτων μπορεί να γίνει είτε φαρμακευτικά, ψυχοθεραπευτικά ή συνδυαστικά. Στην τελευταία περίπτωση χρειάζεται η συνεργασία με τον καρδιολόγο ενός ψυχολόγου και ψυχιάτρου. Η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση με τα πιο άμεσα αποτελέσματα λόγω της βραχύχρονης διάρκειας της είναι η Γνωστική συμπεριφορική θεραπεία. Το άτομο αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το στρες και τα συμπτώματα άγχους μέσω του εντοπισμού και της διαχείρισης και όχι της αποφυγής. Τροποποιείται η καθημερινότητα ενθαρρύνοντας την φυσική δραστηριότητα που έχει αποδειχθεί ευεργετική για τα καρδιολογικά και τα καρδιαγγειακά προβλήματα. Επίσης το άτομο αναγνωρίζει και αναδομεί τις δυσλειτουργικές αυτόματες σκέψεις και τα συναισθήματα, τις γνωστικές διαστρεβλώσεις και τις πεποιθήσεις που οδηγούν σε καταθλιπτικά συμπτώματα. Εξετάζεται η σημασία του καρδιολογικού προβλήματος για τον ασθενή και τις συνέπειες που έχει στην καθημερινότητα του, τις προηγούμενες δραστηριότητες του αλλά και πιθανές φοβίες που έχουν δημιουργηθεί.
Το άγχος και τα αυξημένα επίπεδα στρες έχει επίσης αρνητικές συνέπειες στα καρδιολογικά νοσήματα. Κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου άγχους παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα αδρεναλίνης προκειμένου ο οργανισμός να αντιδράσει άμεσα στα ερεθίσματα όπως επίσης και λιπαρά οξέα προκειμένου να υπάρξει απόθεμα ενέργειας. Παράλληλα αυξάνεται η πίεση του αίματος και αυξάνονται οι καρδιακοί ρυθμοί. Όλα τα παραπάνω έχουν αρνητικές επιδράσεις στο καρδιοαγγειακό σύστημα.
Οι ψυχολογικές διαταραχές έχουν αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής των ασθενών με καρδιολογικά νοσήματα αλλά και στην οικογένεια τους. Τα συμπτώματα αυτά είτε πρόκειται για άγχος ή για κατάθλιψη πρέπει να εντοπίζονται αρχικά από τους καρδιολόγους και να αντιμετωπίζονται με την βοήθεια ψυχολόγου ή ψυχιάτρου.